Με αφορμή τα αποτελέσματα εννεάμηνου των ασφαλιστικών εταιριών, τα οποία δείχνουν ταυτόχρονα την τάση των ασφαλίσεων ζωής, αλλά και το πόσο υπολείπεται η παραγωγή του κλάδου στη χώρα μας, σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, πολλά ερωτήματα έρχονται στην επιφάνεια, που ξεκινάνε από τα θέματα ευθύνης των ίδιων των ασφαλιστικών εταιριών και της στρατηγικής τους και καταλήγουν στα εγγενή προβλήματα της διοίκησης των πωλήσεων. Μεταξύ αυτών όμως, ένα βασικό ερώτημα έρχεται στην επιφάνεια.
«Τι είναι περισσότερο σημαντικό; Να ασφαλίζουμε την περιουσία που έχουμε ήδη δημιουργήσει ή να ασφαλίζουμε την ικανότητά μας να δημιουργούμε αυτή την περιουσία;»
Γιατί, πως αλλιώς θα μπορούσαμε να περιγράψουμε καλύτερα τις ανάγκες που καλύπτουν οι γενικές ασφαλίσεις, σε σχέση με αυτές που καλύπτουν οι ασφαλίσεις ζωής και τη σημασία της απόφασης να ιεραρχήσει και να καλύψει τις ανάγκες του κάποιος άνθρωπος; Πάντως, η απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα, δεν είναι ούτε απλή, ούτε αυτονόητη. Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός!
Η απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα, έχει να κάνει με πάρα πολλούς παράγοντες, που καλύπτουν μεγάλο εύρος θεμάτων, που αρχίζουν από την παιδεία του κάθε ανθρώπου και καταλήγουν στην εισοδηματική του κατάσταση, αφού περάσουν και τις κοινωνικοασφαλιστικές και ιδιωτικοασφαλιστικές παροχές που είναι διαθέσιμες και την βοήθεια και συμβουλή που θα δεχτεί από τον ασφαλιστή του στην ιεράρχηση των αναγκών του.
Αυτός είναι ένας ακόμα επιπλέον λόγος που καθιστά στην δουλειά του ασφαλιστή ιδιαίτερα σημαντική, καθοριστική και ίσως αναντικατάστατη, στην κάλυψη των πραγματικών αναγκών των πελατών του. Αυτά τα θέματα μπορούν να διαχειριστούν με μεγαλύτερη ευκολία, μέσω της συστηματικής, σύγχρονης και στοχευμένης εκπαίδευσης των δικτύων και του ορθού επαναπροσανατολισμού τους.
Λόγω αυτών όλων των παραγόντων, αλλά και εξαιτίας των υποχρεώσεων που μας επιβάλει ο νόμος και η εποπτεία, καλό θα ήταν να σκεφτούμε την αναθεώρηση κάποιων από τα πλάνα εκπαίδευσης και ανάπτυξής μας και των αντίστοιχων στρατηγικών μας.